- μαλαχτικό
- το мед. смягчающее, успокаивающее средство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαλαχτικός, -ή — και ιά, ό 1. (για φάρμακα), καταπραϋντικός, απαλυντικός. 2. το ουδ., μαλαχτικό ως ουσ., ρόφημα ή έμπλαστρο με μαλακτικές ιδιότητες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)